αβλέπτημα

αβλέπτημα
το (Α ἀβλέπτημα) [ἀβλεπτῶ]
παρόραμα, σφάλμα που οφείλεται σε απροσεξία ή παραδρομή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀβλέπτημα — mistake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβλέπτημα — το σφάλμα από αβλεψία: Τα βιβλία στο τέλος πρέπει να έχουν πίνακα με τα αβλεπτήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀβλεπτήματα — ἀβλέπτημα mistake neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβλεπτήματι — ἀβλέπτημα mistake neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρόραμα — το, ΝΜΑ [παρορώ] λάθος από αβλεψία, από έλλειψη προσοχής, αβλέπτημα νεοελλ. λάθος τυπογραφικό ή σφάλμα κατά τη δακτυλογράφηση κειμένου («διορθώσεις παροραμάτων») μσν. κάτι που αξίζει να τό παραβλέπει, να τό περιφρονεί κανείς μσν. αρχ. 1. κάτι που …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”